Υπουργείο Συγκοινωνιών και Έργων (Κυπριακή Δημοκρατία). Τμήμα Αρχαιοτήτων

  1. Οργανισμός
  2. Κυβερνητικός οργανισμός
  3. 1935
      • Ιστορικό του Τμήματος Αρχαιοτήτων Κύπρου

        Η διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς της Κύπρου ανάγεται στα χρόνια της αγγλοκρατίας, με την ίδρυση του Κυπριακού Μουσείου στα 1882, στη Λευκωσία. Αυτό έγινε κατόπιν αιτήματος όλων των κατοίκων του νησιού, το οποίο τέθηκε στις αποικιοκρατικές αρχές από αντιπροσωπεία που αποτελείτο από τον Αρχιεπίσκοπο, τον Καδή, τον Μουφτή και άλλους, ως αντίδραση στις λαθραίες ανασκαφές και στην παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων από το νησί.

        Οι Άγγλοι διατήρησαν τον οθωμανικό νόμο περί αρχαιοτήτων του 1874 για ένα διάστημα πέραν των είκοσι χρόνων μετά την έλευσή τους στο νησί. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, το ένα τρίτο των ευρημάτων από νόμιμες ανασκαφές πήγαινε στο κράτος, ένα τρίτο στον ιδιοκτήτη της γης και το τελευταίο τρίτο στον ανασκαφέα. Τόσο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όσο και κατά την πρώιμη αγγλοκρατία πολλοί επιτήδειοι (συμπεριλαμβανομένων προξένων και κρατικών αξιωματούχων) εκμεταλλεύονταν την ένδεια και την άγνοια που υπήρχε στο νησί, αγοράζοντας τη γη στην οποία ήθελαν να ανασκάψουν, με αποτέλεσμα να δικαιούνται τα δύο τρίτα των ευρημάτων, ως ανασκαφείς και ταυτόχρονα ως ιδιοκτήτες της γης. Ο οθωμανικός νόμος του 1874 έδειχνε επίσης μεγάλη ανοχή στην εξαγωγή αρχαιοτήτων από όλη την οθωμανική επικράτεια.

        Ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος που ψηφίστηκε στην Κύπρο επί αγγλοκρατίας ήταν ο Περί Αρχαιοτήτων Νόμος του 1905. Παρ’ όλα αυτά, οι λαθραίες ανασκαφές και η παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων δεν σταμάτησαν.

        Στα 1927, μετά από μια τροποποίηση του νόμου στο σημείο που αφορά την εξαγωγή αρχαιοτήτων, καταφθάνει στην Κύπρο η Σουηδική Αποστολή, η οποία ανασκάπτει πολλές θέσεις σε όλο το νησί και θέτει με τρόπο συστηματικό τις επιστημονικές βάσεις της αρχαιολογίας της Κύπρου. Η Σουηδική Αποστολή έλαβε το ½ των ευρημάτων, σύμφωνα με την τροποποίηση του νόμου.

        Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ιδρύθηκε τελικά στα 1935, με τη θέσπιση του Περί Αρχαιοτήτων Νόμου του ιδίου έτους. Μέχρι τότε το Κυπριακό Μουσείο το διαχειριζόταν η λεγόμενη Επιτροπεία του Μουσείου, της οποίας προέδρευε ο Άγγλος Ύπατος Αρμοστής και συμμετείχαν ως αντιπρόεδροι ο Αρχιεπίσκοπος, ο Καδής και ο Μουφτής, ενώ τα υπόλοιπα, αιρετά, μέλη εκλέγονταν από τους συνδρομητές του Μουσείου. Με το νόμο του 1935 καταργείται η Επιτροπεία του Μουσείου, το τελευταίο γίνεται επίσημος κυβερνητικός οργανισμός που απολαμβάνει ετησίας χορηγίας από το κράτος και, τέλος, υπάγεται στο νεοσύστατο Τμήμα Αρχαιοτήτων.

        Ο νόμος του 1935 θέτει αυστηρές προϋποθέσεις για την ανάληψη ανασκαφών. Πρώτος Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων ήταν ο J.R. Hilton, ο οποίος προερχόταν από το διπλωματικό σώμα. Τον Hilton διαδέχθηκε τον επόμενο χρόνο ο A.H.S. Megaw, ένας εικοσιεξάχρονος αρχιτέκτονας, που διατήρησε τη θέση αυτή μέχρι την ανεξαρτησία της Κύπρου στα 1960.

        Κατά τα χρόνια που ακολουθούν την ίδρυση του Τμήματος Αρχαιοτήτων μέχρι και το 1960, με εξαίρεση τις περιόδους 1940-44 και 1955-59, παρατηρείται αυξημένη ανασκαφική δραστηριότητα κυρίως εκ μέρους του Τμήματος Αρχαιοτήτων, αλλά και αρκετών ξένων αποστολών. Αρχίζουν μεγάλες ανασκαφές στην Έγκωμη, τη Σαλαμίνα και το Κούριο. Πρόκειται για την περίοδο ακμής του Πορφύριου Δίκαιου, ο οποίος διετέλεσε Έφορος και κατόπιν Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων. Ο Δίκαιος συνέδεσε το όνομα του με την προϊστορία του νησιού, και ειδικότερα τη νεολιθική περίοδο.

        Η ανεξαρτησία της Κύπρου έδωσε νέα ώθηση στις αρχαιολογικές δραστηριότητες υπό τη διεύθυνση του νέου Διευθυντή, Βάσου Καραγιώργη. Συνεχίζονται οι ανασκαφές στη Σαλαμίνα, αρχίζουν ανασκαφές στο Κίτιο, στη Νέα Πάφο και αλλού. Στα 1964 τροποποιείται ο νόμος και καταργείται πλέον η διάταξη που αφορά τη διαίρεση των ανασκαφικών ευρημάτων μεταξύ των ξένων αποστολών και του Τμήματος Αρχαιοτήτων.

        Η τουρκική εισβολή του 1974 έφερε μεγάλη καταστροφή και στα αρχαιολογικά πράγματα του νησιού: κάθε νόμιμη αρχαιολογική δραστηριότητα στα κατεχόμενα εδάφη σταμάτησε και οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μουσεία, τα μνημεία και οι εκκλησίες έμειναν χωρίς φροντίδα, ενώ πολλά από αυτά υπέφεραν τα πάνδεινα. Ένας άγνωστος αριθμός αρχαίων αντικειμένων και έργων της βυζαντινής τέχνης φυγαδεύτηκαν παράνομα από το νησί.

        Μετά το 1974 παρατηρείται μια άνθηση στις ξένες αρχαιολογικές αποστολές στις ελεύθερες περιοχές και γενικότερα ένα διεθνές ενδιαφέρον για την αρχαιολογία της Κύπρου. Αναλαμβάνονται πολυάριθμες ανασκαφές τόσο από τις ξένες αποστολές όσο και από το Τμήμα Αρχαιοτήτων: στη Χοιροκοιτία, το Κίτιο, την Αμαθούντα, το Κούριο την Πάφο και αλλού.

        Μέσα στους στόχους για ανάκαμψη της οικονομίας μετά το μεγάλο πλήγμα του 1974, ήταν και η προσέλκυση τουριστικού ρεύματος. Έτσι, το Τμήμα Αρχαιοτήτων κλήθηκε να διαδραματίσει έναν ακόμη σημαντικό οικονομικό και εθνικό ρόλο, τον οποίο διαδραματίζει μέχρι σήμερα.

         

        Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου